ῥῶμαι

ῥῶμαι
ῥάζω
snarl
fut ind mid 1st sg
ῥαίνω
sprinkle
fut ind mid 1st sg (epic)
ῥέομαι
flow
pres subj mp 1st sg (attic epic doric)
ῥώμη
bodily strength
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κἀποδύρωμαι — ἀποδύ̱ρωμαι , ἀποδύρομαι lament bitterly aor subj mp 1st sg ἀποδύ̱ρωμαι , ἀποδύρομαι lament bitterly pres subj mp 1st sg ἀποδύ̱ρωμαι , ἀποδύρομαι lament bitterly aor subj mid 1st sg ἐποδύ̱ρωμαι , ἐποδύρομαι bewail aor subj mp 1st sg ἐποδύ̱ρωμαι …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδύρωμαι — ἀποδύ̱ρωμαι , ἀποδύρομαι lament bitterly aor subj mp 1st sg ἀποδύ̱ρωμαι , ἀποδύρομαι lament bitterly pres subj mp 1st sg ἀποδύ̱ρωμαι , ἀποδύρομαι lament bitterly aor subj mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμαρτύρωμαι — διαμαρτύ̱ρωμαι , διαμαρτύρομαι call gods and men to witness aor subj mp 1st sg διαμαρτύ̱ρωμαι , διαμαρτύρομαι call gods and men to witness pres subj mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρτύρωμαι — μαρτύ̱ρωμαι , μαρτύρομαι call to witness aor subj mp 1st sg μαρτύ̱ρωμαι , μαρτύρομαι call to witness pres subj mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοδύρωμαι — συνοδύ̱ρωμαι , σύν ὀδύρομαι lament aor subj mp 1st sg συνοδύ̱ρωμαι , σύν ὀδύρομαι lament pres subj mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύρωμαι — σύ̱ρωμαι , σύρω draw aor subj mid 1st sg σύ̱ρωμαι , σύρω draw pres subj mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολοφύρωμαι — ἀπολοφύ̱ρωμαι , ἀπολοφύρομαι bewail loudly aor subj mp 1st sg ἀπολοφύ̱ρωμαι , ἀπολοφύρομαι bewail loudly pres subj mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδύρωμαι — ὀδύ̱ρωμαι , ὀδύρομαι lament aor subj mp 1st sg ὀδύ̱ρωμαι , ὀδύρομαι lament pres subj mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοφύρωμαι — ὀλοφύ̱ρωμαι , ὀλοφύρομαι lament aor subj mp 1st sg ὀλοφύ̱ρωμαι , ὀλοφύρομαι lament pres subj mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”